- παγαρχικός
- πᾱγαρχ-ικός, ή, όν,A of a
π., ἐξουσία PMasp.19.4
(vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π., ἐξουσία PMasp.19.4
(vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγαρχικός — παγαρχικός, ή, όν (Α) [παγάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγάρχη … Dictionary of Greek